πεινητικός

πεινητικός
πειν-ητικός, ή, όν,
A suffering from hunger, Arist. EE1222a36, Plu. 2.635e ([comp] Comp.):— later [suff] πειν-ᾱτικός, ib.204d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεινητικός — suffering from hunger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεινητικός — και πεινατικός, ή, όν, Α [πεινώ] αυτός που έχει πείνα, που πάσχει από πείνα («ἡ φύσις πεινητικωτέρους ποιεῑ», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • πεινητικωτέρους — πεινητικός suffering from hunger masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεινατικός — ή, όν, Α βλ. πεινητικός …   Dictionary of Greek

  • πεινωλκός — όν, Α (αμφβλ. γρφ.) πεινητικός* …   Dictionary of Greek

  • πεινώδης — ες, Α [πείνα (Ι)] πεινητικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”